- φόλη
- ἡ, Μβλ. φόλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόλα — η, ΝΜ, και φόλη Μ 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται πάνω σε φθαρμένο μέρος υποδήματος 2. τροφή που περιέχει δηλητήριο και η οποία χρησιμεύει για τη θανάτωση, κυρίως, σκυλιών 3. φρ. α) «πέταξε μια φόλα» είπε μια ανοησία β) «είναι φόλα» i) (για … Dictionary of Greek